- αχορταγιά
- και -γία και -σιά, η (Α ἀχορτασία) [χορτασία]λαιμαργίανεοελλ.απληστία, πλεονεξία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδηφαγία — Θεά της πολυφαγίας στην αρχαία Σικελία, όπου υπήρχε και ναός της. Η Α. ήταν μια γυναίκα με μεγάλη κοιλιά, που πλησίαζε το ένα χέρι γεμάτο φαγητά προς το στόμα, ενώ ταυτόχρονα άπλωνε το άλλο χέρι για να πάρει κι άλλα. Κοντά της στεκόταν συνήθως… … Dictionary of Greek
αχορτασιά — η (Α ἀχορτασία) βλ. αχορταγιά … Dictionary of Greek
Χορτάτζης ή Χορτάτσης — Όνομα βυζαντινής οικογένειας που είχε εγκατασταθεί στην Κρήτη. 1. Γεώργιος. Αρχηγός της μεγάλης Kρητικής επανάστασης εναντίον των Βενετών το 1271. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Κρήτης, που σύμφωνα με τις παραδόσεις είχε τις ρίζες της… … Dictionary of Greek
αχορτασιά — αχορτασιά, η και αχορταγιά, η και ανεχορταγιά, η το να είναι κανείς αχόρταγος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)